- ισόχωρος
- -η, -ο1. αυτός που καταλαμβάνει ίσο χώρο με άλλον2. φυσ. (για μεταβολή ή διεργασία) αυτή κατά τη διάρκεια τής οποίας η πίεση ενός θερμοδυναμικού συστήματος παραμένει σταθερή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -χωρος (< χώρος), πρβλ. ευρύ-χωρος, στενό-χωρος].
Dictionary of Greek. 2013.